απαρχαιώνω

απαρχαιώνω
παθητ. απαρχαιώνομαι (Α ἀπαρχαιοῡμαι, -όομαι)
μέσ. (ιδίως η μτχ. απη- ή απαρχαιωμένος) παλιώνω, αχρηστεύομαι
νεοελλ.
κάνω κάτι να φαίνεται σαν αρχαίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”